Τα
Διποτάματα είναι μια ποταμιά μεγάλου
φυσικού κάλλους, μήκους περίπου 7
χιλιομέτρων, στη νοτιοανατολική
περιοχή του νησιού, ανάμεσα στο
Συνετί,
Παλαιόκαστρο και Κοχύλου. Το νερό σήμερα
έχει λιγοστέψει, αλλά ακόμη και σε
περιόδους ανομβρίας δεν σταματάει
ποτέ. Το φυσικό περιβάλλον έχει μείνει
στο μεγαλύτερο μέρος του αναλλοίωτο,
γιατί η κυκλοφορία έχει διακοπεί τα
τελευταία 35 χρόνια. Όπως είναι φυσικό
η βλάστηση είναι πολύ πυκνή (πικροδάφνες,
σχίνα, μουριές, συκιές,
αγριοβελανιδιές, άγριοι θάμνοι,
καλαμιές, βούρλα, βατομουριές, μυρτιές,
άγριο δυόσμο, μέντα, λυγαριές, κισσοί).
Ολη η ρεματιά αποτελεί καταφύγιο
πλήθους ζώων όπως νυφίτσες, ασβοί,
λαγοί, φίδια και πουλιών (κυρίως
πέρδικες).
Τη
χαράδρα διασχίζει πλατύ πλακόστρωτο
καλντερίμι (ο μοναδικός δρόμος που
ένωνε μέχρι το 1950 τη Χώρα με το Κόρθι).
Στο σημείο που τέμνεται με το ποτάμι
υπάρχει τοξωτό γεφύρι και κατά
διαστήματα υπάρχουν μικρές βρύσες-γούρνες.
Υπάρχουν κι άλλα στενότερα σκαλωτά
μονοπάτια που συνδέουν τα υπόλοιπα
χωριά της περιοχής με τα χωράφια και
τις ομάδες των νερόμυλων που τα
εξυπηρετούσαν. Σώζονται επίσης (εκτός
από τα μονοπάτια, τους φράχτες-ξερολιθιές,
τους νερόμυλους και τα βοηθητικά τους
κτίσματα) μαντριά, στάβλοι, κονάκια,
αγροτικές αποθήκες, αλώνια και
ξωκλήσια. Αλλά τα σημαντικότερα
κτίσματα της περιοχής είναι οι
νερόμυλοι.
Ο
λόγος που στα Διποτάματα χτίστηκε
μεγάλος αριθμός νερόμυλων, ήταν οι
ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την
εγκατάσταση και λειτουργία τους:
άφθονο νερό, καλοί δρόμοι προσπέλασης,
προστατευμένο περιβάλλον, μικρή
απόσταση από τα χωριά κ.ά. Σήμερα
σώζονται (ακέραιοι, ερειπωμένοι ή σε
ίχνη) 22 νερόμυλοι σε ολόκληρη τη
χαράδρα. Οι περισσότεροι από αυτούς
που σώζονται είναι σε πολύ καλή
κτιριακή κατάσταση. Σε λίγους μύλους
υπάρχουν κοντινά ή συνεχόμενα
βοηθητικά κτίσματα, όπως δωμάτιο για
διανυκτέρευση του μυλωνά, μαντρί,
στάβλος ή αποθήκη. Υδραυλικά έργα
τεράστιας σημασίας και έκτασης για
την εποχή και το τεχνολογικό της
επίπεδο τροφοδοτούσαν και συχνά
συνέδεαν τους νερόμυλους μεταξύ τους.
Σε στενά σημεία της ρεματιάς υπήρχαν
φράγματα, που δημιουργούσαν λίμνες,
όπου συγκεντρωνόταν το νερό για το
πότισμα και τη λειτουργία των
νερόμυλων. Από εκεί ξεκινούσαν τα
αυλάκια, που οδηγούσαν το νερό στη
δεξαμενή του κάθε μύλου και από εκεί
το νερό έπεφτε στην τρύπα απ’ όπου
οδηγείτο στο μηχανισμό του μύλου. Το
νερό που περίσσευε μαζί με αυτό που
έβγαινε από το μύλο (έχοντας πρώτα
περιστρέψει τη φτερωτή του),
διοχετευόταν στο αυλάκι του επόμενου.